Πέτρωμα — mass of stone fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρωμα — mass of stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρωμα — το, ΝΜΑ [πετρώ] νεοελλ. 1. γεωλ. συσσωμάτωμα ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει τμήμα τού στερεού φλοιού τής Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα») 2. η μετατροπή σε πέτρα, η απολίθωση 3. η πήξη, η μεταβολή υγρού σε… … Dictionary of Greek
εκλογίτης — Πέτρωμα μεταμορφωμένο και κοκκώδες. Ορισμένοι επιστήμονες το τοποθετούν στην ομάδα των κρυσταλλικών σχιστολίθων και άλλοι μεταξύ σχιστολίθων και γνευσίων. Αποτελείται από έναν πράσινο πυρόξενο (ομφακίτη, παραλλαγή του διοψιδίου), έναν αμφιβολίτη… … Dictionary of Greek
μελαφύρης — Πέτρωμα έκχυσης που προέρχεται από γαββρικά μάγματα. Οι μ. (περμιολιθανθρακοφόρου ή τριαδικής ηλικίας) μοιάζουν πετρογραφικά με τους βασάλτες, από τους οποίους και διακρίνονται επειδή είναι νεότερης ηλικίας. Ο μ. αποτελεί ένα αρκετά συνηθισμένο… … Dictionary of Greek
χαλαζίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία και συγκεκριμένα από κόκκους χαλαζία, κολλημένους μεταξύ τους με χαλαζιακή κόλλα καθώς και από φύλλα μαρμαρυγία και σπανιότερα από χλωρίτη, τάλκη, γραφίτη κλπ. Πρόκειται για πολύ σκληρό πέτρωμα. * * * ο … Dictionary of Greek
ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… … Dictionary of Greek
άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… … Dictionary of Greek
λαρβικίτης — Πέτρωμα κυανού χρώματος που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός λίθος. Πρόκειται για ποικιλία του αλκαλικού συηνίτη και αποτελείται από ανορθόκλαστο, αυγειρινικό αυγίτη, βιοτίτη, φαϋαλίτη κ.ά. * * * και λωρβικίτης, ο (πετρογρ.) εκρηξιγενές πέτρωμα… … Dictionary of Greek
μυλονίτης — Πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται σε μια γραμμή ρήγματος του φλοιού της Γης και αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, που θρυμματίστηκαν από δυναμικές δράσεις· τα μικρά κενά ανάμεσα στα θραύσματα γέμισαν ύστερα από διαδοχικές γενέσεις… … Dictionary of Greek